Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάγκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάγκη [aˈnaɲɟi] SUBST θηλ

1. ανάγκη (το χρειαζόμενο):

ανάγκη
Bedürfnis ουδ
έχω ανάγκη από κάτι
etw αιτ nötig haben
είναι ανάγκη
έχω ανάγκη από κάτι
öffentlicher Bedarf αρσ ενικ
Grundbedürfnisse ουδ πλ
besondere Bedürfnisse ουδ πλ
Nahrungsbedarf αρσ ενικ
ανάγκη νερού
Wasserbedarf αρσ
finanzieller Bedarf αρσ ενικ
Finanzbedarf αρσ ενικ
Geldbedarf αρσ ενικ
Bedarfsartikel αρσ πλ

2. ανάγκη (το αναγκαίο):

ανάγκη
Notwendigkeit θηλ
στην ανάγκη
εν ανάγκη
είναι ανάγκη να
es ist nötig, zu
ήταν ανάγκη να 'μαι εγώ;

3. ανάγκη (φτώχεια):

ανάγκη

5. ανάγκη (αποπάτηση):

ανάγκη
Notdurft θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάγκη

ανάγκη θηλ βιταμινών
ανάγκη θηλ θερμίδων
ανάγκη θηλ πετρελαίου
ανάγκη θηλ υλικού
ανάγκη θηλ προτεΐνων
ανάγκη θηλ κεφαλαίων
ανάγκη θηλ ενέργειας
αδήριτη ανάγκη
απόλυτη ανάγκη
στην ανάγκη
είναι ανάγκη
ανάγκη νερού
εν ανάγκη
ανάγκη θηλ πρώτων υλών
έχω ανάγκη από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский