Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφισβήτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφισβήτησ|η <-εις> [aɱfiˈzvitisi] SUBST θηλ

1. αμφισβήτηση (αντιλογία):

αμφισβήτηση
Anzweiflung θηλ

2. αμφισβήτηση (αμφιβολία):

αμφισβήτηση
Zweifel αρσ
θέτω κάτι υπό αμφισβήτηση

3. αμφισβήτηση ΝΟΜ:

Παραδειγματικές φράσεις με αμφισβήτηση

θέτω κάτι υπό αμφισβήτηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский