Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμολ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [amɔˈlɔ] VERB μεταβ

1. αμολώ (αφήνω ελεύθερο: σκυλί):

αμολώ

2. αμολώ (χαλαρώνω: σκοινί):

αμολώ

3. αμολώ μτφ (κουβέντα):

αμολώ
αμολώ μελάνι (φεύγω)

Παραδειγματικές φράσεις με αμολώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский