Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλεργία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλεργία [alɛrˈjia] SUBST θηλ

αλλεργία
Allergie θηλ
αλλεργία σε φάρμακα
αλλεργία στα ακάρεα
αλλεργία στη γύρη
αλλεργία στη μούχλα
αλλεργία στο νικέλιο
τροφική αλλεργία

Παραδειγματικές φράσεις με αλλεργία

τροφική αλλεργία
αλλεργία στα ακάρεα
αλλεργία στη γύρη
αλλεργία σε φάρμακα
αλλεργία στη μούχλα
αλλεργία στο νικέλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский