Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλαγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλαγή [alaˈji] SUBST θηλ

1. αλλαγή (τροποποίηση):

αλλαγή
Änderung θηλ
αλλαγή γνώμης

3. αλλαγή (αντικατάσταση):

αλλαγή
Wechsel αρσ
για αλλαγή
αλλαγή κυβέρνησης
αλλαγή βάρδιας
αλλαγή λαδιού
Ölwechsel αρσ
αλλαγή φρουράς
Wachablösung θηλ
αλλαγή του καιρού

Παραδειγματικές φράσεις με αλλαγή

αλλαγή ουδ πολιτεύματος
αλλαγή θηλ βάρδιας
αλλαγή θηλ ιθαγένειας
αλλαγή θηλ κόμματος
αλλαγή θηλ ονόματος
αλλαγή θηλ επαγγέλματος
αλλαγή θηλ εργασίας
αλλαγή θηλ διατροφής
αλλαγή φάσης ΦΥΣ
αλλαγή γνώμης
για αλλαγή
αλλαγή βάρδιας
αλλαγή λαδιού
Ölwechsel αρσ
αλλαγή φρουράς
αλλαγή θηλ (της) θέσης εργασίας
αλλαγή θηλ προς το χειρότερο
αλλαγή θηλ της αξίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский