Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλκάλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλκάλωσ|η <-εις> [alˈkalɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

αλκάλωση
Alkalose θηλ
αναπνευστική αλκάλωση
αντιρροπούμενη αλκάλωση
μεταβολική αλκάλωση

Παραδειγματικές φράσεις με αλκάλωση

μεταβολική αλκάλωση
αναπνευστική αλκάλωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский