Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλεύρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεύρι [aˈlɛvri] SUBST ουδ

αλεύρι
Mehl ουδ
αλεύρι αλεύκαστο
αλεύρι βρόμης
Hafermehl ουδ
κριθαρένιο αλεύρι
Gerstenmehl ουδ
αλεύρι ολικής άλεσης
Vollkornmehl ουδ
σιταρένιο αλεύρι
Weizenmehl ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αλεύρι

αλεύρι αλεύκαστο
αλεύρι βρόμης
Hafermehl ουδ
σιταρένιο αλεύρι
Weizenmehl ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский