Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλεπού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεπ|ού <-ούδες> [alɛˈpu] SUBST θηλ

1. αλεπού και μτφ:

αλεπού
Fuchs αρσ
γριά αλεπού
αλεπού της ερήμου
Wüstenfuchs αρσ
πολική αλεπού
Polarfuchs αρσ
ιπτάμενη αλεπού
Flugfuchs αρσ

2. αλεπού ΑΣΤΡΟΝ:

Füchslein ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αλεπού

Füchslein ουδ
πολική αλεπού
Polarfuchs αρσ
γριά αλεπού
ιπτάμενη αλεπού
Flugfuchs αρσ
αλεπού της ερήμου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский