Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακουστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακουστικ|ός <-ή, -ό> [akustiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ακουστικός ΑΝΑΤ:

ακουστικός
Gehör-

2. ακουστικός:

ακουστικός ΦΥΣ, ΜΟΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με ακουστικός

ακουστικός ουδός
(εξωτερικός) ακουστικός πόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский