Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακεραιότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακεραιότητα [acɛrɛˈɔtita] SUBST θηλ

1. ακεραιότητα (αρτιότητα):

ακεραιότητα
σωματική ακεραιότητα

2. ακεραιότητα ΝΟΜ (κράτους):

ακεραιότητα
Integrität θηλ
εδαφική ακεραιότητα

3. ακεραιότητα (για χαρακτήρα):

ακεραιότητα
Redlichkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ακεραιότητα

εδαφική ακεραιότητα
σωματική ακεραιότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский