Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιτία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιτία [ɛˈtia] SUBST θηλ

1. αιτία (λόγος):

αιτία
Grund αρσ
χωρίς αιτία

2. αιτία (αίτιο):

αιτία
Ursache θηλ
έγινα η αιτία να
αιτία πολέμου
Casus αρσ Belli
αιτία πολέμου
Kriegsfall αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αιτία

αιτία θηλ αποκλεισμού
αιτία θηλ διαζυγίου
αιτία θηλ διαμαρτυρίας
αιτία θηλ απόλυσης
χωρίς αιτία
αιτία πολέμου
Casus αρσ Belli
έγινα η αιτία να
η αιτία θηλ όλων των κακών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский