Ελληνικά » Γερμανικά

αισιόδοξ|ος <-η, -ο> [ɛsiˈɔðɔksɔs] ΕΠΊΘ

αισιόδοξος

αισιόδοξ|ος (-η) [ɛsiˈɔðɔks|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αισιόδοξος (-η)
Optimist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский