Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αεροπορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αεροπορία [aɛrɔpɔˈria] SUBST θηλ

1. αεροπορία (γενικά):

αεροπορία
Luftfahrt θηλ
πολιτική αεροπορία
πολιτική αεροπορία

2. αεροπορία ΣΤΡΑΤ:

αεροπορία
Luftwaffe θηλ
Luftwaffe θηλ
Luftstreitkräfte θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με αεροπορία

πολιτική αεροπορία
Luftwaffe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский