Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιακρίτως“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιακρίτως [aðiaˈkritɔs] ΕΠΊΡΡ

Παραδειγματικές φράσεις με αδιακρίτως

χτυπούσε αδιακρίτως
αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский