Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγριότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγριότητα [aɣriˈɔtita] SUBST θηλ

1. αγριότητα (ιδιότητα του αγρίου):

αγριότητα
Wildheit θηλ

2. αγριότητα (τραχύτητα):

αγριότητα
Rauheit θηλ

3. αγριότητα (πράξη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский