Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγοράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγορά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aɣɔˈrazɔ] VERB μεταβ

1. αγοράζω (αποκτώ με χρήματα):

αγοράζω
αγοράζω τοις μετρητοίς
αγοράζω με πίστωση
αγοράζω βερεσέ
αγοράζω με δόσεις

2. αγοράζω (δωροδοκώ):

αγοράζω

Παραδειγματικές φράσεις με αγοράζω

αγοράζω βερεσέ
αγοράζω κάτι με δόσεις
αγοράζω με πίστωση
αγοράζω με δόσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский