Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγνός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγν|ός <-ή, -ό> [aˈɣnɔs] ΕΠΊΘ

1. αγνός (καθαρός, ανόθευτος):

αγνός

2. αγνός (παρθένος):

αγνός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский