Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκαθωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκαθωτ|ός <-ή, -ό> [aŋgaθɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. αγκαθωτός (γενικά):

αγκαθωτός
Stacheldraht αρσ

2. αγκαθωτός (φυτά):

αγκαθωτός

Παραδειγματικές φράσεις με αγκαθωτός

αγκαθωτός καρχαρίας
Stachelhai αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский