Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγγαρεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγαρεία [aŋgaˈria] SUBST θηλ

1. αγγαρεία (καταναγκαστική εργασία):

αγγαρεία
Zwangsarbeit θηλ

2. αγγαρεία (δυσάρεστη δουλειά):

αγγαρεία
Schufterei θηλ
αγγαρεία
Plackerei θηλ
Arbeitsanzug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский