Ελληνικά » Γερμανικά

αγαπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aɣaˈpɔ] VERB μεταβ

1. αγαπώ (γενικά):

αγαπώ

4. αγαπώ (επιθυμώ):

αγαπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский