Ελληνικά » Γερμανικά

αγέρωχ|ος <-η, -ο> [aˈjɛrɔxɔs] ΕΠΊΘ (περήφανος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский