Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβέρτα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβέρτα [aˈvɛrta] ΕΠΊΡΡ

1. αβέρτα (ελεύθερα, απερίσκεπτα):

αβέρτα

2. αβέρτα (κατά βούληση):

αβέρτα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский