Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβάφτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβάφτιστ|ος <-η, -ο> [aˈvaftistɔs] ΕΠΊΘ

αβάφτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский