Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αίθουσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αίθουσα [ˈɛθusa] SUBST θηλ

1. αίθουσα (μικρή):

αίθουσα
Raum αρσ

2. αίθουσα (μεγάλη):

αίθουσα
Saal αρσ
αίθουσα αναμονής
Wartesaal αρσ
Kinosaal αρσ
αίθουσα ανάνηψης ΙΑΤΡ
Aufwachraum αρσ
αίθουσα διαλέξεων
Hörsaal αρσ
αίθουσα δηκαστιρίου
Gerichtssaal αρσ
αίθουσα εκθέσεων
αίθουσα ελέγχου
Kontrollraum αρσ
Sitzungssaal αρσ
αίθουσα συνεδριάσεων
Sitzungssaal αρσ
αίθουσα συναυλιών
Konzertsaal αρσ
αίθουσα υποδοχής
Empfangssaal αρσ
αίθουσα χορού
Tanzsaal αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αίθουσα

αίθουσα θηλ βασανιστηρίων
αίθουσα θηλ συσκέψεων
αίθουσα θηλ ανάνηψης
αίθουσα θηλ διδασκαλίας
αίθουσα θηλ ελέγχου TV
Regieraum αρσ
αίθουσα θηλ συνεδριάσεων
αίθουσα θηλ αναχωρήσεων
αίθουσα αναμονής
Wartesaal αρσ
συνεδριακή αίθουσα
Kinosaal αρσ
αίθουσα ανάνηψης ΙΑΤΡ
αίθουσα διαλέξεων
Hörsaal αρσ
αίθουσα δηκαστιρίου
αίθουσα εκθέσεων
αίθουσα ελέγχου
αίθουσα συναυλιών
αίθουσα υποδοχής
αίθουσα χορού
Tanzsaal αρσ
η αίθουσα ήταν πήχτρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский