Ελληνικά » Γερμανικά

αέριο [aˈɛriɔ] SUBST ουδ

αέριο
Gas ουδ
αδρανές αέριο
Inertgas ουδ
αδρανές αέριο
inertes Gas ουδ
αραιωμένο αέριο
verdünntes Gas ουδ
δακρυγόνο αέριο
Tränengas ουδ
Giftgas ουδ
Reizgas ουδ
ευγενές αέριο
Edelgas ουδ
αέριο θέρμανσης
Heizgas ουδ
Treibhausgas ουδ
ιδανικό αέριο
Idealgas ουδ
ιδανικό αέριο
ideales Gas αρσ
Idealgasgesetze ουδ πλ
καπνογόνο αέριο
Rauchgas ουδ
καυστικό αέριο
ätzendes Gas ουδ
κροτούν αέριο
Knallgas ουδ
Senfgas ουδ
Gasentnahme θηλ
reales Gas ουδ
τοξικό αέριο
Giftgas ουδ
Flüssiggas ουδ
Hochofengas ουδ
φέρον αέριο
Trägergas ουδ
φτωχό αέριο
Armgas ουδ
φτωχό αέριο
Schwachgas ουδ
φυσικό αέριο
Erdgas ουδ
φωτιστικό αέριο
Leuchtgas ουδ
φωτονικό αέριο
Photonengas ουδ
Kampfgas ουδ
Gasanalyse θηλ
Gasherd αρσ
Gasgesetze ουδ πλ

ασφυξιογόνο (αέριο) [asfiksiɔˈɣɔnɔ (aˈɛriɔ)] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αέριο

ιδανικό αέριο
ideales Gas αρσ
Rauchgas ουδ
Reizgas ουδ
φτωχό αέριο
Schwachgas ουδ
αέριο ιόν
Gasion ουδ
αδρανές αέριο
Inertgas ουδ
Tränengas ουδ
Heizgas ουδ
Giftgas ουδ
ευγενές αέριο
Edelgas ουδ
καυστικό αέριο
ätzendes Gas ουδ
κροτούν αέριο
Knallgas ουδ
Senfgas ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский