Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έτοιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έτοιμ|ος <-η, -ο> [ˈɛtimɔs] ΕΠΊΘ

2. έτοιμος (προετοιμασμένος):

έτοιμος για
vorbereitet auf +αιτ
είμαι έτοιμος να κάνω κάτι

3. έτοιμος (πρόθυμος):

έτοιμος
είμαι έτοιμος να κάνω κάτι
είμαι έτοιμος για όλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский