Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έρμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έρμα [ˈɛrma] SUBST ουδ

1. έρμα (πρόσθετο βάρος):

έρμα
Ballast αρσ

2. έρμα (ηθική αρχή):

έρμα
Prinzip ουδ
άνθρωπος αρσ χωρίς έρμα

Παραδειγματικές φράσεις με έρμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский