Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έρευνα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έρευνα [ˈɛrɛvna] SUBST θηλ

1. έρευνα (αναζήτηση):

έρευνα
Nachforschung θηλ
κάνω έρευνα

2. έρευνα (εξέταση):

έρευνα
Untersuchung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский