Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένοχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ένοχ|ος <-η, -ο> [ˈɛnɔxɔs] ΕΠΊΘ

II . ένοχ|ος <-η, -ο> [ˈɛnɔxɔs] SUBST αρσ/θηλ

ένοχος
ο κύριος ένοχος

Παραδειγματικές φράσεις με ένοχος

κρίνομαι ένοχος
είναι ένοχος φόνου
ο κύριος ένοχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский