Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έναντι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έναντι [ˈɛnandi] PREP +γεν

1. έναντι (απέναντι):

έναντι
gegenüber +δοτ

ιδιωτισμοί:

πληρωμή θηλ έναντι
Zahlung θηλ gegen+αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский