Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμφραγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμφραγμα [ˈɛɱfraɣma] SUBST ουδ

1. έμφραγμα ΙΑΤΡ:

έμφραγμα
Infarkt αρσ
καρδιακό έμφραγμα
Herzinfarkt αρσ
έμφραγμα του μυοκαρδίου
παθαίνω έμφραγμα
οξύ έμφραγμα
akuter Infarkt αρσ

2. έμφραγμα ΙΑΤΡ (για δόντια):

έμφραγμα
Füllung θηλ

3. έμφραγμα (κάτι για βούλωμα):

έμφραγμα
Stöpsel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έμφραγμα

καρδιακό έμφραγμα
παθαίνω έμφραγμα
οξύ έμφραγμα
έμφραγμα του μυοκαρδίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский