Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμμονη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμμονή [ɛmɔˈni] SUBST θηλ

1. εμμονή (επιμονή: σε απόφαση, γνώμη):

Bestehen ουδ auf +δοτ

2. εμμονή (σταθερότητα, αδιάλλακτη στάση):

Παραδειγματικές φράσεις με έμμονη

έμμονη ιδέα
fixe Idee θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский