Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έλξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έλξ|η <-εις> [ˈɛlksi] SUBST θηλ

2. έλξη ΦΥΣ:

έλξη
Anziehung θηλ
έλξη
μοριακή έλξη

3. έλξη ΦΥΣ (της γης):

έλξη
Gravitation θηλ

4. έλξη ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

έλξη
Zugkraft θηλ

5. έλξη ΑΘΛ:

έλξη
Klimmzug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский