Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκτασ|η <-εις> [ˈɛktasi] SUBST θηλ

1. έκταση (διαστάσεις, εμβαδόν, άπλωμα):

έκταση
Ausdehnung θηλ
σ' όλη του την έκταση

2. έκταση (επιφάνειας):

έκταση
Fläche θηλ

3. έκταση (περιοχή):

έκταση
Gebiet ουδ
δασική έκταση
Waldgebiet ουδ

4. έκταση μτφ (ζημιών, σημαντικότητα, μέγεθος):

έκταση
Ausmaß αρσ
παίρνω έκταση

5. έκταση μτφ (γνώσεων):

έκταση
Umfang αρσ

6. έκταση ΜΟΥΣ (φωνής, οργάνου):

έκταση
Tonumfang αρσ
μουσική έκταση
Tonumfang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έκταση

έκταση θηλ ευθύνης
γεωργική έκταση
δασική έκταση
Waldgebiet ουδ
παίρνω έκταση
μουσική έκταση
Tonumfang αρσ
σ' όλη του την έκταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский