Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκκλησ|η <-εις> [ˈɛklisi] SUBST θηλ

έκκληση
Appell αρσ
κάνω έκκληση σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με έκκληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский