Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έδρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έδρα [ˈɛðra] SUBST θηλ

1. έδρα (οργάνωσης, επιχείρησης, στο κοινοβούλιο):

έδρα
Sitz αρσ
Heiliger Stuhl αρσ
έδρα του αγοραστή ΟΙΚΟΝ
Sitz αρσ des Käufers
Bischofssitz αρσ
κύρια έδρα
Hauptsitz αρσ
Dienstsitz αρσ
Börsensitz αρσ
Sitzverlegung θηλ

2. έδρα ΠΑΝΕΠ:

έδρα
Lehrstuhl αρσ
Lehrstuhl αρσ

3. έδρα ΑΝΑΤ:

έδρα
Gesäß ουδ
έδρα εντέρου
Darmausgang αρσ

4. έδρα ΜΑΘ (κύβου κτλ):

έδρα
Seite θηλ
Seitenfläche θηλ

5. έδρα (πολύτιμου λίθου):

έδρα
Facette θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский