Ελληνικά » Γερμανικά

έγκριτ|ος <-η, -ο> [ˈɛŋgritɔs] ΕΠΊΘ

ευδιάκριτ|ος <-η, -ο> [ɛvðiˈakritɔs] ΕΠΊΘ

αδιάκριτ|ος <-η, -ο> [aðiˈakritɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιάκριτος (από χαρακτήρα, ερωτήσεις):

2. αδιάκριτος (χωρίς επιλογή):

3. αδιάκριτος (μη αντιληπτός):

ασύγκριτ|ος <-η, -ο> [aˈsiŋgritɔs] ΕΠΊΘ

ευπρόσιτ|ος <-η, -ο> [ɛfˈprɔsitɔs] ΕΠΊΘ (και άνθρωπος)

αδήριτ|ος <-η, -ο> [aˈðiritɔs] ΕΠΊΘ

απρόσιτ|ος <-η, -ο> [aˈprɔsitɔs] ΕΠΊΘ

1. απρόσιτος:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский