Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγκριση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγκρισ|η <-εις> [ˈɛŋgrisi] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έγκριση

έγκριση θηλ επένδυσης
έγκριση θηλ εισαγωγής
έγκριση θηλ προϋπολογισμού
έγκριση θηλ χρηματοδότησης
έγκριση θηλ αναπροεξόφλησης
έγκριση θηλ εξαγωγής
έγκριση θηλ κατάθεσης
ειδική έγκριση
σιωπηρή έγκριση
παίρνω έγκριση
έγκριση θηλ του ισολογισμού
έγκριση θηλ έκδοσης τίτλου
έγκριση κατ' εξαίρεση
χορηγώ/δίνω έγκριση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский