Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγκλιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγκλισ|η <-εις> [ˈɛŋglisi] SUBST θηλ (ρήματος)

έγκλιση
Modus αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έγκλιση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский