Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγκαυμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγκαυμα [ˈɛŋgavma] SUBST ουδ

1. έγκαυμα:

έγκαυμα
Verbrennung θηλ
επιφανειακό έγκαυμα
χημικό έγκαυμα

2. έγκαυμα (ηλιακό):

έγκαυμα
Sonnenbrand αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έγκαυμα

επιφανειακό έγκαυμα
χημικό έγκαυμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский