Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγερση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγερσ|η <-εις> [ˈɛjɛrsi] SUBST θηλ

1. έγερση (ξύπνημα):

έγερση
Aufwachen ουδ

2. έγερση (ανέγερση):

έγερση
Errichtung θηλ

3. έγερση (διέγερση):

έγερση
Erregung θηλ

ιδιωτισμοί:

έγερση αγωγής

Παραδειγματικές φράσεις με έγερση

έγερση θηλ αγωγής
έγερση θηλ αξίωσης
έγερση αγωγής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский