Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτυχ|ος <-η, -ο> [ˈatixɔs] ΕΠΊΘ

1. άτυχος (ανεπιτυχής, άστοχος, μη ευχάριστος):

άτυχος
ich habe in etw δοτ versagt

2. άτυχος (που δεν έχει καλή τύχη):

είμαι άτυχος

Παραδειγματικές φράσεις με άτυχος

είμαι άτυχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский