Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσκηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσκησ|η <-εις> [ˈascisi] SUBST θηλ

1. άσκηση (σωματική ή πνευματική εκγύμναση, μάθημα):

άσκηση
Übung θηλ
γυμναστική άσκηση
διατατική άσκηση
μαθηματική άσκηση
οφθαλμική άσκηση
Augenübung θηλ
άσκηση χαλάρωσης
Übungsheft ουδ

2. άσκηση (εξάσκηση, επιβολή):

άσκηση
Ausübung θηλ
άσκηση δικαιώματος
άσκηση εργασίας
Berufsverbot ουδ

3. άσκηση (καθήκοντος):

άσκηση
Erfüllung θηλ

4. άσκηση ΣΤΡΑΤ:

άσκηση
Manöver ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский