Ελληνικά » Γερμανικά

άργυρος [ˈarjirɔs] SUBST αρσ

άργυρος
Silber ουδ
θειικός άργυρος
Silbersulfat ουδ
θειούχος άργυρος
Silbersulfid ουδ
κροτικός άργυρος
κροτικός άργυρος
νιτρικός άργυρος
Silbernitrat ουδ
Silberoxid ουδ

αργυρ|ός <-ή, -ό> [arjiˈrɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με άργυρος

κροτικός άργυρος
θειικός άργυρος
θειούχος άργυρος
νιτρικός άργυρος
κολλοειδής άργυρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский