Ελληνικά » Γερμανικά

I . άουτ [ˈaut] SUBST ουδ αμετάβλ

άουτ
Aus ουδ
η μπάλα βγήκε άουτ
γραμμή θηλ άουτ
Auslinie θηλ

II . άουτ [ˈaut] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ (άνθρωπος)

άουτ

λοκ άουτ [lɔk ˈaut] SUBST ουδ αμετάβλ

λοκ άουτ
Aussperrung θηλ

μπλακάουτ [blaˈkaut], μπλακ-άουτ [blaˈkaut] SUBST ουδ αμετάβλ

νοκ άουτ [nɔk ˈaut] ΕΠΊΘ αμετάβλ

νοκ άουτ
k.o.

Παραδειγματικές φράσεις με άουτ

γραμμή θηλ άουτ
Auslinie θηλ
γραμμή άουτ ΑΘΛ
Auslinie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский