Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνω [ˈanɔ] ΕΠΊΡΡ

1. άνω (βρισκόμενος επάνω):

άνω
άνω κάτω
άνω τελεία
Semikolon ουδ
Oberägypten ουδ

2. άνω (προς τα πάνω):

άνω

3. άνω (παραπάνω από):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский