Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνθησ|η <-εις> [ˈanθisi] SUBST θηλ

1. άνθηση (λουλούδιασμα):

άνθηση
Blüte θηλ

2. άνθηση (εποχή της ανθοφορίας):

άνθηση
Blüte θηλ
άνθηση
Blütezeit θηλ

3. άνθηση μτφ (ακμή):

άνθηση
Blüte θηλ
γνώρισε μεγάλη άνθηση
καταναλωτική άνθηση ΟΙΚΟΝ
οικονομική άνθηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский