Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Πέρμιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Πέρμιο [ˈpɛrmiɔ] SUBST ουδ ΓΕΩΛ

Πέρμιο
Perm ουδ
στο Πέρμιο

Παραδειγματικές φράσεις με Πέρμιο

στο Πέρμιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский