Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Κυριακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Κυριακή [ciri̯aˈci] SUBST θηλ

Κυριακή
Sonntag αρσ
την Κυριακή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский