Ελληνικά » Γερμανικά

κρητικ|ός <-ή [ή -ιά], -ό> [kritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κρητικός

Κρητικός (Κρητικιά) [kritiˈkɔs, kritiˈca] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με κρητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский